- υποκιθαρίζω
- Α1. συνοδεύω με την κιθάρα κάποιον που τραγουδά2. παίζω την κιθάρα προς τιμή κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κιθαρίζω «παίζω κιθάρα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποκιθαρίζοντες — ὑποκιθαρίζω play an accompaniment on the harp pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)